- ψεκάζεται
- ψεκάζωrain in small dropspres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασηψία — Η πλήρης απουσία παθογόνων μικροβίων και σαπροφύτων. Η α. αποτελεί αρκετά πρόσφατη κατάκτηση της ιατρικής και κυρίως της χειρουργικής. Οι πρώτες προσπάθειες ανάγονται στις αρχές του 19ου αι. και απέβλεπαν στην καταστροφή με διάφορες χημικές ή… … Dictionary of Greek
λακ — και λάκκα, η καλλυντικό για τα μαλλιά το οποίο ψεκάζεται πάνω στην κόμμωση και εξατμιζόμενο τήν περιβάλλει με ένα λεπτό επικάλυμμα από πολυμερή, το οποίο τή συγκρατεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. laque < μσν. λατ. lacca < αραβ. lakk] … Dictionary of Greek
θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… … Dictionary of Greek
Μάρτιν, Άρτσερ Τζον Πόρτερ — (Archer John Porter Martin, Λονδίνο 1910 – 2002). Βρετανός βιοχημικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ το 1932 και άρχισε έρευνα σε εργαστήριο χημείας τροφίμων, εκπονώντας παράλληλα το διδακτορικό του. Από το 1938 ξεκίνησε να… … Dictionary of Greek
Ντίζελ, Ρούντολφ — (RudolfDiesel, Παρίσι 1858 – Στενό της Μάγχης 1913). Γερμανός μηχανικός και εφευρέτης. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μονάχου, μελέτησε τις ατμομηχανές με την καθοδήγηση του διάσημου καθηγητή φον Λίντε και ασχολήθηκε με το πρόβλημα της κατασκευής… … Dictionary of Greek